- ανειλίσσω
- ἀνειλίσσω (Α)ανελίσσω, ξετυλίγω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)-* + ειλίσσω, ιων. τ. του ελίσσω «στρέφω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανείλιξις — ἀνείλιξις, η (Α) [ανειλίσσω] αντιστροφή κίνησης, ανακύκληση … Dictionary of Greek